- συμβία
- ησύζυγος: Δεν τα πάει καλά με τη συμβία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμβία — συμβίᾱ , συμβία wife fem nom/voc/acc dual συμβίᾱ , συμβία wife fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβία — η, ΝΜΑ η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. σύμβιος*] … Dictionary of Greek
συμβίας — συμβίᾱς , συμβία wife fem acc pl συμβίᾱς , συμβία wife fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβιῶν — συμβία wife fem gen pl συμβιάζομαι force into union fut part act masc voc sg συμβιάζομαι force into union fut part act neut nom/voc/acc sg συμβιάζομαι force into union fut part act masc nom sg (attic epic ionic) συμβιόω live with pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Астрология — Иллюстрация из Часослова герцога Беррийского 15 века, отображающая связь знаков Зодиака с Гиппократовыми темпераментами в соответствии с «горячестью холодностью» и «влажностью сухостью» … Википедия
жена — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (συμβία) супруга; (γυνή), женщина … Словарь церковнославянского языка
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
σύμβιος — ον, θηλ. και ία, Α 1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο («προσφιλῆ ἀλλήλοις καὶ σύμβια», Θεόφρ.) 2. ως ουσ. α) σύντροφος, εταίρος β) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βιος (< βίος), πρβλ. έμ βιος] … Dictionary of Greek